Русско-новогреческий словарь - порядок
Перевод с русского языка порядок на греческий
м
1. ἡ τάξη {-ις}:
образцовый ~ ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель ~ка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в ~ τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к ~ку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
алфавитный ~ ἡ ἀλφαβητική σειρά· по ~ку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
3. (способ) ὁ κανονισμός:
~ выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в ~щ контроля σάν ϊλεγχο· в ~ке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном ~ке γρήγορα, βιαστικά·
4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
при старом ~ке στό παλαιό{ν} καθεστώς·
5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой ~ ὁ σχηματισμός μάχης· ~ дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в ~ке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι ~ке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим ~ком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно иного ~ка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в ~ке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα